Ο Γιώργης Παπαδόπουλος, το 1951, λίγους μήνες πριν πεθάνει, αποφασίζει να καταγράψει τις αναμνήσεις του και λίγες σκόρπιες σκέψεις. Δάσκαλος Ελληνικών και Γαλλικών, μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και την Καλαμάτα. Δυο πόλεις, δυο λιμάνια, δυο κόσμοι. Από ένα τέταρτο του αιώνα σε καθεμιά.
Από τη μια μεριά, η Κωνσταντινούπολη, η «Πόλη των πόλεων», μέσα από τη ρομαντική οικογενειακή ανατροφή και τα υψηλά εθνικά και πνευματικά ιδεώδη της Μεγάλης του Γένους Σχολής, διαπλάθει μια προσωπικότητα ευαίσθητη, ανίκανη όμως να προσαρμοστεί στη χυδαιότητα του κόσμου. Η Καλαμάτα, από την άλλη, τον φέρνει αντιμέτωπο με την ωμή ελληνική πραγματικότητα του μεσοπολέμου και με τα μίση της Κατοχής και του Εμφυλίου, παραδίδοντάς του οδυνηρά μαθήματα ρεαλισμού.
Ο Γιώργης θα κουβαλά πάντα την πικρία του ξεριζωμού, τη νοσταλγία της αλύτρωτης πατρίδας, τις οικογενειακές απώλειες. Κυρίως, θα φέρει τη σφραγίδα του μη συνηθισμένου, το στίγμα του διαφορετικού. Ωστόσο, παρά τους κλυδωνισμούς της ζωής του, το βασικό του γνώρισμα θα παραμείνει αναλλοίωτο: θα είναι ένας λάτρης της αλήθειας και της ελευθερίας και ένας δάσκαλος ανθρώπων, αδιαπραγμάτευτα αφοσιωμένος στο καθήκον, ένας «γκραματίκ».
Εβδομήντα χρόνια αργότερα, η εγγονή του, δασκάλα κι αυτή, επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τις σημειώσεις του. Έτσι, «βαπτίζεται» στη σκέψη του και γνωρίζει με συγκίνηση όχι μόνο έναν άγνωστο πρόγονο αλλά και έναν ολόκληρο χαμένο κόσμο, τον κόσμο που αυτός αντιπροσωπεύει. Παρελθόν και παρόν συναντιούνται και συνεργάζονται σ’ έναν αρμονικό διάλογο. Ο Γιώργης ξαναζεί μέσα από τα δικά του αλλά και τα δικά της γραπτά. Πεθαίνουν, άλλωστε, μόνο όσα αφήνουμε να λησμονηθούν…